- χιλιομέτρηση
- [-ις (-εως)] η измерение расстояния в километрах
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιλιομέτρηση — η, Ν η μέτρηση τού μήκους μιας οδού σε χιλιόμετρα, καθώς και η επισήμανση τού τέρματος κάθε χιλιομέτρου με ειδικό σήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιόμετρο, μέσω ενός ρ. *χιλιομετρώ] … Dictionary of Greek
χιλιομέτρηση — η η μέτρηση του μήκους δρόμου σε χιλιόμετρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)